- μετρολόγος
- ο1. αυτός που ασχολείται με τα μέτρα και τα σταθμά2. συγγραφέας μετρολογικών πραγματειών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + -λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετρολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετρολογία 2. φρ. «μετρολογικός συγγραφέας» ο μετρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετρολογία ή/και μετρολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μετρονόμος — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ρυθμικής αγωγής ενός μουσικού κομματιού. Αποτελείται από ένα κουτί, πυραμιδοειδούς γενικά σχήματος, μέσα στο οποίο υπάρχει ένας ωρολογιακός μηχανισμός, που θέτει σε κίνηση ένα εκκρεμές. Στο κάτω… … Dictionary of Greek